- φαρμακογνωστικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαρμακογνωσία ή στον φαρμακογνώστη2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακογνωστικήη φαρμακογνωσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακογνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1787 στον Γ. Ζαβίρα].
Dictionary of Greek. 2013.